Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αντίθετος άνεμος

  • 1 ветер

    ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα
    * * *
    м
    ο άνεμος, ο αέρας

    встре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος

    попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος

    сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα

    Русско-греческий словарь > ветер

  • 2 противный

    επ. (γραπ. λόγος).
    1. αντικρινός, ο απέναντι•

    дом стоял на -ом берегу το σπίτι ήταν στη απέναντι όχθη.

    || αντίθετος•

    -ое течение αντίθετο ρεύμα•

    противный ветер αντίθετος άνεμος.

    || αντίπαλος, αντιμαχόμενος.
    2. ενάντιος, αντιτιθέμενος•

    -ое мнение αντίθετη γνώμη•

    действие -ое закону πράξη παράνομη.

    || (με δοτ.) αντιφατικός, αντινομικός•

    противный совести αντίθετος προς τη συνείδηση,

    3. ουσ. ουδ. -ое το ενάντιο, το αντίθετο•

    утверждать -ое υποστηρίζω το αντίθετο.

    εκφρ.
    в -ом случае – σε ενάντια περίπτωση.
    επ.
    βλ. отвратительный.

    Большой русско-греческий словарь > противный

  • 3 встречный

    встречный
    1. прил ἀντίθετος, ἐνάν-τιρς:
    \встречный ветер ὁ ἀντίθετος ἀνεμος· \встречный поезд (τό) διασταυρούμενο τραίνο, τό ἀντίθετο τραίνο· \встречный вопрос ἡ ἀντερώτη-ση· \встречный иск юр. ἡ ἀνταγωγή·
    2. м ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός:
    первый \встречный ὁ πρώτος τυχών.

    Русско-новогреческий словарь > встречный

  • 4 встречный

    επ.
    1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•

    встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•

    встречный ветер αντίθετος άνεμος.

    2. απαντητικός•

    -ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•

    встречный иск ανταγωγή.

    ουσ. ο τυχών, ο λαχών.
    εκφρ.
    встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•
    встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•
    первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > встречный

  • 5 лобовой

    επ.
    μετωπικός•

    -ая атака η κατά μέτωπο επίθεση•

    лобовой ветер άνεμος αντίπρωρος ή ενάντιος, αντίθετος.

    || μπροστινός, εμπρόσθιος•

    -ая часть танка το μπροστινό μέρος του τανκ.

    Большой русско-греческий словарь > лобовой

См. также в других словарях:

  • αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… …   Dictionary of Greek

  • παλιμπνόη — παλιμπνόη, ποιητ. τ. παλιμπνοίη, ή (Α) αντίθετος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πνοή] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»